τοίχου

τοίχου
τοί̱χου , τοῖχος
wall of a house
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταπετσαρία τοίχου — Υλικό που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Η χάρτινη ταπετσαρία ήταν για πολλά χρόνια παραδοσιακός τρόπος κάλυψης των τοίχων σε χώρες της Ανατολικής Ασίας. Τ.τ υπάρχουν μονόχρωμες, πολύχρωμες, με ή χωρίς σχέδια. Διακρίνονται σε …   Dictionary of Greek

  • ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… …   Dictionary of Greek

  • ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • παραστάδα — η / παραστάς, άδος, ΝΑ αρχιτ. 1. (στον εν. και πληθ.) τετράγωνη κολόνα χωρίς ραβδώσεις, κατασκευασμένη κατά την προέκταση τού τοίχου σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές ενός κτίσματος, οικίας ή ναού, προς την πρόσοψή του 2. τετράγωνη κολόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”